υπεπιμερής

υπεπιμερής
και ὑποεπιμερής, -ές, Α
(για αριθμό) αντίστροφος τού επιμερούς, υπεπιμόριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐπιμερής «αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • υποεπιμερής — ές, Α βλ. ὑπεπιμερής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”